-
1 kırağı
πάχνη, δροσόπαγο, παγετός -
2 иней
-
3 иней
и́не||йм ἡ πάχνη:покрываться \инейем παχνιάζω, παχνίζω, σκεπάζομαι ἀπό πάχνη. -
4 иней
(вид атмосферных осадков) η πάχνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иней
-
5 зайндевелый
зайндеве||лыйприл σκεπασμένος μέ πάχνη. -
6 зайндеветь
зайндеве||тьсов σκεπάζομαι μέ πάχνη. -
7 изморозь
изморозьж ἡ πάχνη. -
8 опушенный
опушенныйприч. от опушить· \опушенный мехом ραμμένος μέ γοῦνα· \опушенный инеем σκεπασμένος,μέ πάχνη. -
9 роса
рос||аж ἡ δροσιά, ἡ δρόσος, τό ἀγιάζι, ἡ πάχνη:утренняя (вечерняя) \роса ἡ πρωινή (ή βραδινή) δροπιά· до \росаы (очень рано) τά ξημερώματα· покрытый \росао́й δροσοπερίχυτος, σκεπασμένος μέ δροσιά. -
10 dew
[dju:](tiny drops of moisture coming from the air as it cools, especially at night: The grass is wet with early-morning dew.) πρωινή δροσιά, πάχνη -
11 изморозь
[ίζμαρας'] ουσ. θ. πάχνη -
12 изморозь
[ίζμαρας'] ουσ θ πάχνη -
13 заиндевевший
επ. από μτχ.σκεπασμένος με πάχνη. -
14 заиндеветь
-ею, -еешьρ.σ. σκεπάζομαι με πάχνη. -
15 закуржаветь
ρ.σ. (διαλκ.) παχνώ, σκεπάζομαι από πάχνη. -
16 запушить
-ит, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запушенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.μ.(για χιόνι, πάχνη) καλύπτω, σκεπάζω,1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•деревья -лись снегом τα δέντρα σκεπάστηκαν με χιόνι.
2. (για φυτά) γίνομαι αφράτος. -
17 индеветь
ρ.δ. σκεπάζομαι με πάχνη. -
18 иней
-я α.πάχνη, αγιάζι. -
19 инистый
επ.σκεπασμένος από πάχνη. -
20 обындеветь
-ею, -еешьρ.σ. σκεπάζομαι με πάχνη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πάχνη — hoar frost fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχνῃ — πάχνη hoar frost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχνη — Στερεό προϊόν της συμπύκνωσης των υδρατμών του αέρα, με απευθείας μετάβαση από την αέρια στη στερεά κατάσταση, υπό μορφή μορίων ή βελονών πάγου που επικάθονται στο έδαφος και στις διάφορες εκτεθειμένες στο ύπαιθρο επιφάνειας. Το φαινόμενο της π.… … Dictionary of Greek
Πάχνη — Sp Pãchnė Ap Πάχνη/Pachni L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πάχνη — η δροσιά λεπτή και παγωμένη που κάθεται στη γη κατά τις παγερές νύχτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάχναι — πάχνη hoar frost fem nom/voc pl πάχνᾱͅ , πάχνη hoar frost fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχναις — πάχνη hoar frost fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχνην — πάχνη hoar frost fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχνης — πάχνη hoar frost fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχνίζω — ΝΑ [πάχνη] (κυρίως ως τριτοπρόσ.) παχνίζει ρίχνει πάχνη, πέφτει πάχνη … Dictionary of Greek
Pachna — Infobox Settlement subdivision type=Country subdivision name=Cyprus subdivision type1=District leader title=Mayortimezone=EET utc offset=+2 timezone DST=EEST utc offset DST=+3postal code type=Postal codeofficial name = Pachna native name = Πάχνα… … Wikipedia